- εκδημία
- ἐκδημία, η (AM)αναχώρηση από τη ζωή, θάνατοςαρχ.1. αναχώρηση από έναν τόπο2. εξορία3. πληθ. αἱ ἐκδημίαιδημόσιες αποστολές στο εξωτερικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκδημία — ἐκδημίᾱ , ἐκδημία going fem nom/voc/acc dual ἐκδημίᾱ , ἐκδημία going fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίᾳ — ἐκδημίαι , ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίας — ἐκδημίᾱς , ἐκδημία going fem acc pl ἐκδημίᾱς , ἐκδημία going fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίαι — ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίαν — ἐκδημίᾱν , ἐκδημία going fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίαις — ἐκδημία going fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημίην — ἐκδημία going fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδήμησις — ἐκδήμησις, η (Μ) εκδημία, θάνατος … Dictionary of Greek